τυλισσω

τυλισσω
    τυλίσσω
    τῠλίσσω
    склонять
    

οὐδ΄ ἐτυλίχθη (v. l. ἐλυγίχθη) τὰν ψυχάν Theocr. — он не смутился душой


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τυλισσω" в других словарях:

  • τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …   Dictionary of Greek

  • τετυλίχθαι — τυλίσσω twist perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυλισσομένη — τυλίσσω twist pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυλίσσεται — τυλίσσω twist pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυλίσσονται — τυλίσσω twist pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυλίσσων — τυλίσσω twist pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλιξον — τυλίσσω twist aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτυλίχθη — τυλίσσω twist aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτύλιξαν — τυλίσσω twist aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτύλιξας — τυλίσσω twist aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτύλιξε — τυλίσσω twist aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»